- ἀγωνιζομένων
- ἀγωνίζομαιcontend for a prizepres part mp fem gen plἀγωνίζομαιcontend for a prizepres part mp masc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Panhellenic Union of Fighting Youths — The Panhellenic Union of Fighting Youths (Greek: Πανελλήνιος Ένωσις Αγωνιζόμενων Νέων, Panellínios Énosis Agonizómenon Néon), abbreviated as PEAN (ΠΕΑΝ) was a Greek Resistance organization during the Axis Occupation of Greece in the Second World… … Wikipedia
Kostas Perrikos — (griechisch Κώστας Περρίκος, * 1905 in Kallimasia auf der Insel Chios; † 4. Februar 1943 in Kesariani) war ein griechischer Luftwaffenoffizier und Widerstandskämpfer während des Zweiten Weltkriegs. Als Offizier und Anhänger von Venizelos war … Deutsch Wikipedia
Perrikos — Kostas Perrikos (griechisch Κώστας Περρίκος); (* 1905 in Kallimasia auf der Insel Chios; † 4. Februar 1943 in Kesariani) war ein griechischer Luftwaffenoffizier und Widerstandskämpfer während des Zweiten Weltkriegs … Deutsch Wikipedia
подвигноутисѧ — ПОДВИГН|ОУТИСѦ (170), ОУСѦ, ЕТЬСѦ гл. 1.Прийти в движение, сдвинуться с места, переместиться; поколебаться: не подвижесѧ рака съ мѣста || своѥго. ПрЛ 1282, 23а–б; Аще бывъшее дѣло. ѿ труса подвигнетьсѧ. наимовавъшему есть бѣда. КР 1284, 296в;… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Anastasios Peponis — (griechisch Αναστάσιος Πεπονής, * 1. Januar 1924 in Athen; † 8. August 2011) war ein griechischer Politiker der PASOK. Leben Peponis engagierte sich während der Besetzung Griechenlands im Zweiten Weltkrieges in der Widerstandsbewegung der… … Deutsch Wikipedia
ξιφασκία — η (Α ξιφασκία) 1. η τέχνη τού χειρισμού τού ξίφους 2. η άσκηση στον χειρισμό τού ξίφους νεοελλ. ξιφομαχία για ψυχαγωγία, άθλημα κατά το οποίο χρησιμοποιούνται ξίφη για επίθεση και άμυνα με καθορισμένες κινήσεις τών αγωνιζομένων και σύμφωνα με… … Dictionary of Greek
ροντέο — (rodeo). Θέαμα που παρουσιάζουν οι «κάου μπόις» σε κατάλληλους χώρους για να επιδείξουν την ικανότητα των αγωνιζόμενων να δαμάζουν ατίθασα ζώα (ο όρος κατάγεται από το ισπανικό rodear και στο αμερικανικό Γουέστ σημαίνει και την κύκλωση των ζώων… … Dictionary of Greek
φιλελληνισμός — Ιδεολογική και πολιτική κίνηση, που αποσκοπούσε κυρίως στην ηθική και υλική ενίσχυση του ελληνισμού κατά την εποχή της τουρκοκρατίας, προπάντων όμως κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα του 1821 29. Το φαινόμενο του φ. συνδέεται άμεσα με το … Dictionary of Greek
Βισί — (Vichy).Πόλη (26.000 κάτ. το 2002) της κεντρικής Γαλλίας, που ανήκει στον νομό Αλιέ και βρίσκεται στην περιοχή Λιμάν Μπουρμπονέζ, στο σημείο όπου συμβάλλουν οι ποταμοί Αλιέ και Σισόν. Είναι γνωστή για τις ιαματικές της πηγές και έχει βιομηχανίες… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek